Ήταν στο λεωφορείο στη Χίο που έπεσε σε χαράδρα και κάηκε...
Σήμερα στο Express.gr:
http://www.express.gr/news/ellada/629243oz_20120723629243.php3
"Δύο νεκροί και εννέα τραυματίες είναι ο απολογισμός τραγικού δυστυχήματος με λεωφορείο του ΚΤΕΛ Χίου, που έπεσε σε χαράδρα και αμέσως μετά τυλίχθηκε στις φλόγες, στις 8.30 το πρωί, μεταξύ των χωριών Παντικίου και Συκιάδας.
Το λεωφορείο εκτελούσε το παραπάνω δρομολόγιο, όταν για άγνωστη έως στιγμής αιτία κοντά στη Συκιάδα ξέφυγε από την πορεία του και έπεσε στη χαράδρα, με αποτέλεσμα να κατρακυλήσει περίπου 20 μέτρα και να πάρει φωτιά, η οποία επεκτάθηκε στον γύρω χώρο".
ΜΑΡΙΑ ΓΕΡΑΡΔΗ - ΠΑΣΣΑΛΗ
Σπούδασε ζωγραφική, χαρακτική και αρχιτεκτονική εσωτερικού χώρου στο “Institute Weder” στη Ζυρίχη της Ελβετίας από το 1973 ως το 1978. Λιθογραφία στο Ερευνητικό Κέντρο Χαρακτικής Νεάπολης Θεσσαλονίκης με τον Ruud Matthes και την Erika Gutenschawager από το 1998 έως το 2001και ελεύθερες σπουδές στην ενδυματολογία, μεταξοτυπία, κεραμική και ψηφιδωτό. Διδάσκει ζωγραφική και χαρακτική από το 2001 στο εργαστήρι Τεχνών του Ε΄ Δημοτικού Διαμερίσματος του Δήμου Θεσσαλονίκης. Το 2005 δημιούργησε την Ομάδα Διάδοσης Έρευνας Χαρακτικής (ΟΔΕΧ). Είχε σημαντικό ρόλο στην οργάνωση του Εργαστηρίου των Μεστών της Χίου, που πρόσφατα παρουσίασε σημαντική διεθνή δραστηριότητα και επιτυχία. Με ατομικές εκθέσεις και πολλές ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έργα της βρίσκονται σε πινακοθήκες (Πινακοθήκη Δήμου Θεσσαλονίκης, Πινακοθήκη Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, Πινακοθήκη Χίου, Κυπριακή Πρεσβεία – Σπίτι της Κύπρου) και σε ιδιωτικές συλλογές.
''Ανάστροφο''
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάει ως εκεί, αγγίζει το βράχο, θυμάται.
«Ναι, είναι αυτή!», η ίδια πέτρα, η προαιώνια. «Είναι αυτή!», η ίδια θάλασσα η γαλάζια. Κανένα όνειρο ποτέ του δεν αστόχησε. Και το απέραντο και το βαθύ και το μυστήριο είναι τριγύρω του κι εντός του.
«Α, εδώ τη φίλησα!».
Χαμογελάει. Μοιάζει με λύπη αυτό το γέλιο, με άνθος που έγειρε να κοιμηθεί.
Λυγίζει, δεν έχει ο χρόνος ύπαρξη.
Είναι το εδώ παντού.
Ο τόπος, δεν έχει συντεταγμένες ο τόπος. Το ξέρει:
«Περιφέρομαι στο πουθενά!», ηχεί ως κωδωνοκρουσία η σκέψη του.
Αυτός γνωρίζει το ξύλινο σήμαντρο, καμιά επιθυμία δεν τον οδήγησε στην πόλη με τις εφτά εκκλησιές.
«Φιοντόρ!», φωνάζει, «Φιοντόρ!», τώρα καταλαβαίνει.
«Εκεί της είπα, σ’ αγαπώ!», φέρνει τα δάκτυλα στα χείλη.
Συλλέγει τα γράμματα, φυσάει απαλά, φτερουγίζουν τα φωνήεντα, «αλλού θα πάνε!». Δεν έχει σημασία το αλλού, «η ματαιότητα να ηττηθεί!», η ματαιότητα.
Γυρίζει. Είναι τώρα στην άλλη ράχη την ψηλή, αναμετριέται με τον ορίζοντα, «πεπερασμένος!». Στη δημοσιά σηκώνει σκόνη ο καρνάβαλος.
«Το λεωφορείο!».
Χίλια τα αστέρια στον ουρανό κι αυτός ανάποδα, να τα μετράει και να ελπίζει.
Σέρνει την πένα στο χαρτί, είναι να γράψει, ζωγραφίζει παράξενα ιερογλυφικά.
Αυτά τα ξέρουνε, αυτός δεν ξέρει.
Σηκώνει το χέρι αγγίζει την αλισάχνη στο βαθούλωμα, «κάποτε ήσουνα νερό!», ψιθυρίζει, βλέπει να έρχεται από μακριά τo καράβι.
Τον προσπερνά, ανεβαίνει, ανεβαίνει, είναι στο σύννεφο το καράβι. Φοράει λευκά πανιά.
«Το νόημα!».
Έρχεται, τότε, κι άλλο πουλί. Τέσσερα μάτια τον κοιτούν, ξέρει τι λένε, φεύγει. Ακολουθεί τα φρέσκα χνάρια, «ποιος;». Μοιάζουν με εκείνου του νεκρού που βρήκε την άλλη πύλη. Τα χνάρια, τώρα τον ακολουθούν «κι άλλος νεκρός!», φωνάζει. Τους μετρά, του λείπει ένας, «είμαι εγώ!».
Πιάνει την σκάλα κι ανεβαίνει αισθάνεται την κρύα ανάσα στο λαιμό. Ανεβαίνει.
Δεν είναι εκεί κανείς προορισμός. Χαϊδεύει τον κορμί της ψηλής καρυδιάς. Νιώθει να τον καλούν.
«Στα φύλλα!»
Είναι τώρα μεσημέρι καλοκαιριού, ένας- ένας μαζεύονται στον ίσκιο του αρχαίου πλάτανου, έρχονται όλοι. «Όσοι αρτύθηκαν να σηκώσουν το χέρι!», κανείς. Είναι η γιορτή του μεγάλου Σταυρού, όμως δεν έχουνε σάρκα τα χέρια, κρέμονται σκελετωμένες οι υπάρξεις.
«Ελίνα!»,
Βγαίνει αυτή λιπόσαρκη στην αυλή, «μη με κοιτάς με απορία!», του λέει, δείχνει το άλλο πρόσωπό της στον καθρέφτη, «αυτή σε περιμένει!» σκύβει, θολώνει το γυαλί, «δε γίνεται», του λέει, έχει ανάσα το φιλί, έχει ανάσα.
«Τώρα είσαι αλάτι!», σκέφτεται, αγγίζοντας την άσπρη σκόνη στο βαθούλωμα.
«Εδώ σε καρτερούσα!».
Όχι, αλλού την καρτερούσε. Ήταν μια πόλη που βούιζε κι ένα παγκάκι ήτανε κι αυτός ήτανε. Ύστερα, πήγε στο ποτάμι και τον σκέπασε η ομίχλη και όταν φάνηκε το όνειρο, πήρε ο ποταμός τις πηγές του και χάθηκε στις εκβολές, κι αυτός περιπλανήθηκε στις εφτά θάλασσες.
Ιδού! τώρα στην πέτρα την κυματοδαρμένη.
«Μελίνα!».
«Είναι αυτή!», λέει και κλείνει τα μάτια του.
Έρχονται οι γλάροι σηκώνουνε το λυμένο κορμί, πετούν, πετάει κι αυτός, σβήνει το πλάνο στο μακρινό ουρανό. Στη φέξη του ασημένιου σηκώνονται μαντήλια μεταξιού.
«Ελπίδα!».
Βαγγέλης Φίλος
/Στην Μαρία για τις λέξεις που δεν ειπαμε...και για καλό ταξίδι!